Δείτε επίσης: ἐναντίον

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εναντίον < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐναντίον[1] (ενώπιον), επιρρηματικός τύπος < επίθετο ἐνάντιος (ενάντιος)[2]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /e.nanˈdi.on/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐να‐ντί‐ον

  Επίρρημα επεξεργασία

εναντίον

  1. (σε θέση πρόθεσης + γενική) κατά κάποιου, προς τον/το οποίο κατευθύνεται επιθετική πράξη
    πολεμάνε εναντίον ...
  2. (+γενική ή απολύτως) συνώνυμο του ενάντια
    Είναι πνεύμα αντιλογίας. Είναι συνεχώς εναντίον.
  3. (παρωχημένο) απέναντι, αντίκρυ

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. εναντίον - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.