Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ενάρετος η ενάρετη το ενάρετο
      γενική του ενάρετου της ενάρετης του ενάρετου
    αιτιατική τον ενάρετο την ενάρετη το ενάρετο
     κλητική ενάρετε ενάρετη ενάρετο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ενάρετοι οι ενάρετες τα ενάρετα
      γενική των ενάρετων των ενάρετων των ενάρετων
    αιτιατική τους ενάρετους τις ενάρετες τα ενάρετα
     κλητική ενάρετοι ενάρετες ενάρετα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ενάρετος < αρχαία ελληνική ἐνάρετος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /eˈna.ɾe.tos/

  Επίθετο επεξεργασία

ενάρετος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία