Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εμφανίζομαι < παθητική φωνή του ρήματος εμφανίζω

  Ρήμα επεξεργασία

εμφανίζομαι

  1. (παθ.) παρουσιάζομαι, γίνομαι ορατός ενώ πριν δεν ήμουν
    ... και τότε εμφανίζομαι ξαφνικά μπροστά τους

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία