Δείτε επίσης: ἐμπόλεμος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εμπόλεμος η εμπόλεμη το εμπόλεμο
      γενική του εμπόλεμου της εμπόλεμης του εμπόλεμου
    αιτιατική τον εμπόλεμο την εμπόλεμη το εμπόλεμο
     κλητική εμπόλεμε εμπόλεμη εμπόλεμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εμπόλεμοι οι εμπόλεμες τα εμπόλεμα
      γενική των εμπόλεμων των εμπόλεμων των εμπόλεμων
    αιτιατική τους εμπόλεμους τις εμπόλεμες τα εμπόλεμα
     κλητική εμπόλεμοι εμπόλεμες εμπόλεμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

εμπόλεμος < (ελληνιστική κοινήἐμπόλεμος < ἐν + αρχαία ελληνική πόλεμος

  Επίθετο επεξεργασία

εμπόλεμος, -η, -ο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία