Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εμπορεύομαι < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

εμπορεύομαι

  1. αγοράζω και πουλώ κάτι, για να κερδίσω
  2. (μεταφορικά) εκμεταλλεύομαι κάτι για χρηματισμό

  Μεταφράσεις επεξεργασία