εμπορείο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | εμπορείο | τα | εμπορεία |
γενική | του | εμπορείου | των | εμπορείων |
αιτιατική | το | εμπορείο | τα | εμπορεία |
κλητική | εμπορείο | εμπορεία | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- εμπορείο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐμπορεῖον [1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /em.boˈɾi.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐μπο‐ρεί‐ο
- παλιότερος συλλαβισμός : εμ‐πο‐ρεί‐ο
- τονικό παρώνυμο: εμπόριο
Ουσιαστικό επεξεργασία
εμπορείο ουδέτερο
- τόπος εμπορίου και εμπορικών συναλλαγών (ενίοτε σε λιμάνι)
- ※ Να σταματήσεις σ' εμπορεία Φοινικικά,
και τες καλές πραγμάτειες ν' αποκτήσεις,
σεντέφια και κοράλλια, κεχριμπάρια κ' έβενους,
και ηδονικά μυρωδικά κάθε λογής,
όσο μπορείς πιο άφθονα ηδονικά μυρωδικά (Κωνσταντίνος Καβάφης, Ιθάκη)
- ※ Να σταματήσεις σ' εμπορεία Φοινικικά,
Μεταφράσεις επεξεργασία
εμπορείο
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ εμπορείο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας