Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η εμπειρογνώμων οι εμπειρογνώμονες
      γενική του/της εμπειρογνώμονος των εμπειρογνωμόνων
    αιτιατική τον/την εμπειρογνώμονα τους/τις εμπειρογνώμονες
     κλητική εμπειρογνώμων
εμπειρογνώμον*
εμπειρογνώμονες
* Κατά την αρχαία κλίση.
Δείτε και το νεότερο εμπειρογνώμονας.
Κατηγορία όπως «εμπειρογνώμων» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εμπειρογνώμων < έμπειρος + -ο- + -γνώμων (< γνώμη) [1]
(μαρτυρείται από το 1883)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /em.bi.ɾoˈɣno.mon/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐μπει‐ρο‐γνώ‐μων

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εμπειρογνώμων αρσενικό ή θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία