εμού
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εμού (αντωνυμία) < αρχαία ελληνική ἐμοῦ
- εμού (το πτηνό) < ίσως από το πορτογαλικό ema (στρουθοκάμηλος), ίσως από τα αραβικά.
Προφορά επεξεργασία
Κλιτικός τύπος αντωνυμίας επεξεργασία
εμού
Ουσιαστικό επεξεργασία
εμού ουδέτερο
- (πτηνό) μεγάλο πουλί, ανίκανο να πετάξει, ιθαγενές στην Αυστραλία (Dromaius novaehollandiae) της οικογένειας: Δρομεΐδες και της τάξης: Καζουαριόμορφα
Δείτε επίσης επεξεργασία
- εμού στη Βικιπαίδεια