Δείτε επίσης: ἑλκτικός

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ελκτικός η ελκτική το ελκτικό
      γενική του ελκτικού της ελκτικής του ελκτικού
    αιτιατική τον ελκτικό την ελκτική το ελκτικό
     κλητική ελκτικέ ελκτική ελκτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ελκτικοί οι ελκτικές τα ελκτικά
      γενική των ελκτικών των ελκτικών των ελκτικών
    αιτιατική τους ελκτικούς τις ελκτικές τα ελκτικά
     κλητική ελκτικοί ελκτικές ελκτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ελκτικός < αρχαία ελληνική ἑλκτικός < ἕλκω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /el.ktiˈkos/ αρσενικό
ΔΦΑ : /el.ktiˈci/ θηλυκό
ΔΦΑ : /el.ktiˈko/ ουδέτερο

  Επίθετο επεξεργασία

ελκτικός, -ή, -ό

  1. που σχετίζεται με την έλξη
  2. που έχει την ιδιότητα να έλκει

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη έλκω

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία