ελεημοσύνη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ελεημοσύνη < ελληνιστική κοινή ἐλεημοσύνη < αρχαία ελληνική ἐλεήμων
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /e.le.i.moˈsi.ni/
Ουσιαστικό επεξεργασία
ελεημοσύνη θηλυκό
- χρηματική ή βοήθεια σε είδος που δίνεται σε κάποιον φτωχό ή ζητιάνο
- οτιδήποτε δίνεται από κάποιον που αισθάνεται οίκτο για άλλο πρόσωπο