Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ελαφρότητα οι ελαφρότητες
      γενική της ελαφρότητας των ελαφροτήτων
    αιτιατική την ελαφρότητα τις ελαφρότητες
     κλητική ελαφρότητα ελαφρότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ελαφρότητα < αρχαία ελληνική ἐλαφρότης < ἐλαφρός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₁léngʰus < *h₁lengʷʰ- (ελαφρός) +‎ *-us

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /e.laˈfɾo.ti.ta/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ελαφρότητα θηλυκό

  1. (κυριολεκτικά) το να μην έχει κάτι ή κάποιος μεγάλο βάρος
  2. (μεταφορικά) η επιπολαιότητα
  3. (μεταφορικά) ανάρμοστη συμπεριφορά, που δεν σέβεται τους ηθικούς κανόνες

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία