ελαφάκι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ελαφάκι | τα | ελαφάκια |
γενική | του | ελαφακιού | των | ελαφακιών |
αιτιατική | το | ελαφάκι | τα | ελαφάκια |
κλητική | ελαφάκι | ελαφάκια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ελαφάκι < ελάφι + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /e.laˈfa.ci/
Ουσιαστικό επεξεργασία
ελαφάκι ουδέτερο
- (θηλαστικό ζώο) μικρό ελάφι