Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ελέφαντας οι ελέφαντες
      γενική του ελέφαντα των ελεφάντων
    αιτιατική τον ελέφαντα τους ελέφαντες
     κλητική ελέφαντα ελέφαντες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ελέφαντας < αρχαία ελληνική ἐλέφας (αιτιατική: ἐλέφαντα)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

 
Αφρικανικός ελέφαντας.

ελέφαντας αρσενικό (θηλυκό : ελεφαντίνα)

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

  • πρέπει να αποδείξω ότι δεν είμαι ελέφαντας: χρησιμοποιείται σε περιπτώσεις κατά τις οποίες κάποιος πρέπει να αποδείξει ότι η πραγματικότητα είναι διαφορετική από αυτό που φαίνεται.

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία