Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εκφράζω < (ελληνιστική κοινή) ἐκφράζω

  Ρήμα επεξεργασία

εκφράζω, παθητικό: εκφράζομαι, παθητική μετοχή: εκφρασμένος

  • αποδίδω κάτι με το λόγο, γραπτά ή προφορικά, με το σώμα, με εικαστικά κτλ
    κάτι έχω στο μυαλό μου, αλλά δυσκολεύομαι να το εκφράσω
  • εκδηλώνω, εξωτερικεύω, κάνω φανερό (μια σκέψη, ένα συναίσθημα)
    οι παρευρισκόμενοι εξέφρασαν τον ενθουσιασμό τους με θερμά χειροκροτήματα
    ο πίνακας εκφράζει την απαισιοδοξία που διακατείχε τον καλλιτέχνη εκείνη τη χρονική περίοδο
  • αντικατοπτρίζω, απηχώ τις απόψεις και γενικότερα την προσωπικότητα κάποιου
    οι απόψεις του τάδε μέλους κόμματος δεν εκφράζουν το σύνολο της ηγεσίας του
    η γλυπτική δε με εκφράζει, προτιμώ τη μουσική
  • αποδίδω ένα μέγεθος χρησιμοποιώντας ένα σύστημα μονάδων ή ως συνάρτηση ενός άλλου μεγέθους

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία