Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εκτρέφω < εκ + τρέφω

  Ρήμα επεξεργασία

εκτρέφω (παθητική φωνή: εκτρέφομαι)

  1. τρέφω κατ'επάγγελμα κάποιο είδος ζώου για εκμετάλλευση
  2. (μεταφορικά) καλλιεργώ, συντηρώ

  Μεταφράσεις επεξεργασία