Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εκτεταμένος η εκτεταμένη το εκτεταμένο
      γενική του εκτεταμένου της εκτεταμένης του εκτεταμένου
    αιτιατική τον εκτεταμένο την εκτεταμένη το εκτεταμένο
     κλητική εκτεταμένε εκτεταμένη εκτεταμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εκτεταμένοι οι εκτεταμένες τα εκτεταμένα
      γενική των εκτεταμένων των εκτεταμένων των εκτεταμένων
    αιτιατική τους εκτεταμένους τις εκτεταμένες τα εκτεταμένα
     κλητική εκτεταμένοι εκτεταμένες εκτεταμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

εκτεταμένος < αρχαία ελληνική ἐκτεταμένος < ἐκτείνω (μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος εκτείνω)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /e.kte.taˈme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐κτε‐τα‐μέ‐νος

  Μετοχή επεξεργασία

εκτεταμένος

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία