εκρηκτικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εκρηκτικός < (μεταφραστικό δάνειο) τη γαλλική explosif
- Η λέξη μαρτυρείται από το 1885
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /e.kɾi.ktiˈkos/ αρσενικό
- ΔΦΑ : /e.kɾi.ktiˈci/ θηλυκό
- ΔΦΑ : /e.kɾi.ktiˈko/ ουδέτερο
Επίθετο επεξεργασία
εκρηκτικός, -ή, -ό
- που μπορεί να προκαλέσει έκρηξη
- που μπορεί να καταστραφεί με έκρηξη
- (μεταφορικά) που εκδηλώνει με έντονο τρόπο συναισθήματα
- εκρηκτικός χαρακτήρας
- (μεταφορικά) που προκαλεί, που εξάπτει
- εκρηκτική ομορφιά