εκπλήρωση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εκπλήρωση | οι | εκπληρώσεις |
γενική | της | εκπλήρωσης* | των | εκπληρώσεων |
αιτιατική | την | εκπλήρωση | τις | εκπληρώσεις |
κλητική | εκπλήρωση | εκπληρώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, εκπληρώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- εκπλήρωση < ελληνιστική κοινή ἐκπλήρωσις < αρχαία ελληνική ἐκπληρόω / ἐκπληρῶ < ἐκ + πληρόω / πληρῶ < πλήρης
Ουσιαστικό επεξεργασία
εκπλήρωση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του εκπληρώνω
Μεταφράσεις επεξεργασία
εκπλήρωση