Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εκμεταλλεύομαι < ελληνιστική κοινή ἐκμεταλλεύω ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική exploiter une mine[1])

  Ρήμα επεξεργασία

εκμεταλλεύομαι (αποθετικό ρήμα)

  1. χρησιμοποιώ κάτι ή κάποιον για να αποκομίσω κέρδος· αξιοποιώ, χρησιμοποιώ κάτι για ωφέλιμο σκοπό
  2. χρησιμοποιώ κάποιον ή κάτι ιδιοτελώς (και αθέμιτα)
    → δείτε τη λέξη καπηλεύομαι

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία