εκδίδω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εκδίδω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα επεξεργασία
εκδίδω
- τυπώνω κάτι και το κυκλοφορώ, το δημοσιεύω σε έντυπη μορφή
- ανακοινώνω απόφαση
- συλλαμβάνω αλλοδαπό εγκληματία και τον παραδίνω στην αστυνομία της χώρας του
- συντάσσω επίσημο έγγραφο και το παραδίδω στον αιτούντα
- κάνω μια γυναίκα πόρνη και της βρίσκω πελατεία επί πληρωμή
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
εκδίδω