Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το εκατοστημόριο τα εκατοστημόρια
      γενική του εκατοστημορίου
εκατοστημόριου
των εκατοστημορίων
    αιτιατική το εκατοστημόριο τα εκατοστημόρια
     κλητική εκατοστημόριο εκατοστημόρια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εκατοστημόριο < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἑκατοστημόριον (μαρτυρείται από το 1856)[1] ἑκατοστ(ός) + -η- + μόριον [2]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /e.ka.to.stiˈmo.ɾi.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐κα‐το‐στη‐μό‐ρι‐ο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εκατοστημόριο ουδέτερο

  1. το ένα εκατοστό ενός συνόλου
  2. (γενικότερα) ένα μικρό / ελάχιστο τμήμα ενός συνόλου
     συνώνυμα: πολλοστημόριο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. σελ. 334, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
  2. εκατοστημόριο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας