εκατοντάχρονα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | εκατοντάχρονα | ||
γενική | των | εκατοντάχρονων | ||
αιτιατική | τα | εκατοντάχρονα | ||
κλητική | εκατοντάχρονα | |||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
εκατοντάχρονα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- η εκατοστή επέτειος ενός γεγονότος
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
εκατοντάχρονα
|