Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εκατομμυριούχα οι εκατομμυριούχες
      γενική της εκατομμυριούχας
    αιτιατική την εκατομμυριούχα τις εκατομμυριούχες
     κλητική εκατομμυριούχα εκατομμυριούχες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εκατομμυριούχα < θηλυκό του εκατομμυριούχος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εκατομμυριούχα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία