Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εισπνέω < εις + πνέω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /isˈpne.o/

  Ρήμα επεξεργασία

εισπνέω

  1. (αμετάβατο) εισάγω αέρα στους πνεύμονες από τη μύτη ή το στόμα με μια κίνηση του διαφράγματος
    εισπνεύστε και κρατήστε τον αέρα στα πνευμόνια σας για 10 δευτερόλεπτα
  2. (μεταβατικό) εισάγω ένα αέριο στους πνεύμονες από τη μύτη ή το στόμα με μια κίνηση του διαφράγματος
    εισπνέω τον καθαρό αέρα της εξοχής

Συγγενικά επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία