Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το εικόνισμα τα εικονίσματα
      γενική του εικονίσματος των εικονισμάτων
    αιτιατική το εικόνισμα τα εικονίσματα
     κλητική εικόνισμα εικονίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εικόνισμα < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εικόνισμα ουδέτερο

Εκφράσεις επεξεργασία

  • κάνω εικόνισμα σε κάποιον: έκφραση που δείχνει τη μεγάλη ευγνωμοσύνη που χρώστώ σε κάποιον

  Μεταφράσεις επεξεργασία