Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εικαστικός η εικαστική το εικαστικό
      γενική του εικαστικού της εικαστικής του εικαστικού
    αιτιατική τον εικαστικό την εικαστική το εικαστικό
     κλητική εικαστικέ εικαστική εικαστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εικαστικοί οι εικαστικές τα εικαστικά
      γενική των εικαστικών των εικαστικών των εικαστικών
    αιτιατική τους εικαστικούς τις εικαστικές τα εικαστικά
     κλητική εικαστικοί εικαστικές εικαστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

εικαστικός < αρχαία ελληνική εἰκαστικός

  Επίθετο επεξεργασία

εικαστικός, -ή, -ό

  1. (για τέχνες) που απεικονίζει, που δημιουργεί έργα που απευθύνονται στην όραση
    η ζωγραφική και γλυπτική ανήκουν στις εικαστικές τέχνες
  2. που αναφέρεται στις τέχνες αυτές
    εικαστικές αναζητήσεις

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εικαστικός αρσενικό ή θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία