Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ειδικά < επίθετο ειδικός

  Επίρρημα επεξεργασία

ειδικά και ειδικώς

  • κάνοντας αναφορά σε μια ειδική (ιδιαίτερη) πλευρά ενός γενικότερου θέματος

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

ειδικά