εθνικότητα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /e.θniˈko.ti.ta/
Ουσιαστικό επεξεργασία
εθνικότητα θηλυκό
- η ιδιότητα του να ανήκει κάποιος σε ένα έθνος· η υπαγωγή ατόμου σε εθνότητα
- παρατηρείται το φαινόμενο αθλητών που αλλάζουν εθνικότητα προκειμένου να αγωνιστούν σε άλλη εθνική ομάδα
Μεταφράσεις επεξεργασία
εθνικότητα