εδρεύω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εδρεύω < (ελληνιστική κοινή) ἑδρεύω < αρχαία ελληνική ἕδρα < ἔδος / ἕζομαι < πρωτοελληνική *heďďomai < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *séd-ye- < *sed-
Προφορά επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
εδρεύω
- έχω την έδρα μου κάπου, βρίσκομαι, έχω εγκατασταθεί κάπου
- (μεταφορικά) βρίσκομαι
Συγγενικά επεξεργασία
- ενεδρεύω
- κατοικοεδρεύω
- → δείτε τη λέξη έδρα