Δείτε επίσης: ἐγώ

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εγώ < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἐγώ

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /eˈɣo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐γώ
 

  Αντωνυμία επεξεργασία

εγώ

  • (προσωπική αντωνυμία) εκφράζει το πρόσωπο το οποίο μιλά
    Εγώ σου είπα τι πιστεύω. Εσύ κάνε όπως νομίζεις.

Σημειώσεις επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

Προσωπικές αντωνυμίες
Α' πρόσωπο Β' πρόσωπο Γ' πρόσωπο
ενικός
Πτώση αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική εγώ εσύ αυτός & τος αυτή & τη αυτό & το
γενική εμένα & (εμού) & μου εσένα & σου αυτού & του αυτής & της αυτού & του
αιτιατική εμένα & με εσένα & σε αυτόν & τον αυτή(ν) & τη(ν) αυτό & το
κλητική - εσύ - - -
πληθυντικός
ονομαστική εμείς εσείς αυτοί & τοι αυτές & τες αυτά & τα
γενική εμάς & μας εσάς & σας αυτών & τους αυτών & τους αυτών & τους
αιτιατική εμάς & μας εσάς & σας αυτούς & τους αυτές & τες/τις αυτά & τα
κλητική - εσείς - - -

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εγώ ουδέτερο άκλιτο

  1. ο εαυτός μου, το είναι μου, η συνείδησή μου
    το εγώ του ανθρώπου έχει μελετηθεί από τη φιλοσοφία και την ψυχολογία
  2. ο εγωισμός
    έχει ένα εγώ πολύ ανεπτυγμένο
  3. (ψυχολογία) το Εγώ
    το Εγώ λύνει τις συγκρούσεις με το Αυτό και το Υπερεγώ με τη βοήθεια ασυνείδητων αμυντικών ψυχικών μηχανισμών

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία