Δείτε επίσης: ἐγχειρῶ

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εγχειρώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐγχειρῶ, συνηρημένος τύπος του ἐγχειρέω (παίρνω στο χέρι, επιδικώκω) [1] < (ἐν) ἐγ- + χείρ + -έω. Συγκρίνετε με το εγχειρίζω.

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /eŋ.çiˈɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εγ‐χει‐ρώ

  Ρήμα επεξεργασία

εγχειρώ, αόρ.: ενεχείρησα/εγχείρησα, παθ.φωνή: εγχειρούμαι, π.αόρ.: εγχειρήθηκα, μτχ.π.π.: εγχειρημένος

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία