Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εγρήγορση οι εγρηγόρσεις
      γενική της εγρήγορσης* των εγρηγόρσεων
    αιτιατική την εγρήγορση τις εγρηγόρσεις
     κλητική εγρήγορση εγρηγόρσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εγρηγόρσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εγρήγορση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐγρήγορ(σις) + -ση & σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική vigilance[1] < αρχαία ελληνική ἐγρήγορα, παρακείμενος του ἐγείρω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /eˈɣɾi.ɣoɾ.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐γρή‐γορ‐ση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εγρήγορση θηλυκό

  1. η κατάσταση του ανθρώπου που δεν κοιμάται ή έχει ξυπνήσει ή αγρυπνεί
  2. (μεταφορικά) η κατάσταση της συνείδησης που είναι σε ετοιμότητα να αντιληφθεί και να δράσει, η επαγρύπνηση

Εκφράσεις επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία