Δείτε επίσης: ἐγκαίνια

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα εγκαίνια
      γενική των εγκαινίων
    αιτιατική τα εγκαίνια
     κλητική εγκαίνια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εγκαίνια < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐγκαίνια < ἐν + καινός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εγκαίνια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  1. η τελετή για την επίσημη έναρξη της λειτουργίας ενός κτηρίου, τεχνικού έργου ή μιας επιχείρησης, έκθεσης κλπ
  2. (εκκλησιαστικός όρος) τρύπα στο κέντρο της Αγίας Τράπεζας που περιέχει υλικά (σμύρνα, μαστίχα, τμήμα λειψάνων κάποιου αγίου ή μάρτυρα της Εκκλησίας κλπ.) που χρησιμοποιήθηκαν στα εγκαίνια του ναού

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία