εγγλέζικος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εγγλέζικος < Εγγλέζ(ος) + -ικος
Επίθετο επεξεργασία
εγγλέζικος, -η, -ο
- (λαϊκότροπο, οικείο) που προέρχεται από την Αγγλία ή σχετίζεται με αυτή
Άλλες γραφές επεξεργασία
Άλλες μορφές επεξεργασία
- ιγγλέζικος (παρωχημένο)
Μεταφράσεις επεξεργασία
εγγλέζικος
→ δείτε τη λέξη αγγλικός |
Πηγές επεξεργασία
- εγγλέζικος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας