Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εγγενής η εγγενής το εγγενές
      γενική του εγγενούς* της εγγενούς του εγγενούς
    αιτιατική τον εγγενή την εγγενή το εγγενές
     κλητική εγγενή(ς) εγγενής εγγενές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εγγενείς οι εγγενείς τα εγγενή
      γενική των εγγενών των εγγενών των εγγενών
    αιτιατική τους εγγενείς τις εγγενείς τα εγγενή
     κλητική εγγενείς εγγενείς εγγενή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

εγγενής < αρχαία ελληνική ἐγγενής < ἐν + γένος

  Επίθετο επεξεργασία

εγγενής

  1. χαρακτηρισμός μιας ιδιότητας ή κατάστασης που υπάρχει από τη γέννηση ή εξαιτίας της ίδιας της φύσης του αντικειμένου υπό συζήτηση
    το εγχείρημα παρουσιάζει εγγενείς αδυναμίες
    ※  [...], αυτοί οι ασθενείς μπορεί να αρρωστήσουν σοβαρά λόγω εγγενών γενετικών σφαλμάτων του ίδιου οργανισμού τους και λόγω παραγωγής αυτοαντισωμάτων [1]
  2. που απαιτεί τη συμμετοχή δύο φύλων
    εγγενής πολλαπλασιασμός
  3. (πληροφορική) native: εγγενές λογισμικό, το λογισμικό για συγκεκριμένο λειτουργικό σύστημα
    ενδέχεται να μην βρείτε εγγενείς οδηγούς συσκευών των Windows 10

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία