Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εγγίζω < αρχαία ελληνική ἐγγίζω < ἐγγύς

  Ρήμα επεξεργασία

εγγίζω

  • προσεγγίζω

  Μεταφράσεις επεξεργασία