εβενουργία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εβενουργία < εβενουργός + -ία < έβενος + -ουργός
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /e.ve.nuɾˈʝi.a/
Ουσιαστικό επεξεργασία
εβενουργία θηλυκό
- η επεξεργασία του έβενου και η κατασκευή αντικειμένων ή έργων τέχνης απ’ αυτόν
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
εβενουργία
|