εβδομήκοντα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εβδομήκοντα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἑβδομήκοντα
- για τους μεταφραστές της Παλαιάς Διαθήκης < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή οἱ Ἑβδομήκοντα [1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /e.vðoˈmi.kon.da/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐βδο‐μή‐κο‐ντα
Αριθμητικό επεξεργασία
εβδομήκοντα (απόλυτο αριθμητικό) επίθετο
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τη λέξη εβδομήντα
Ουσιαστικό επεξεργασία
εβδομήκοντα αρσενικό, μόνο στον πληθυντικό άκλιτο
- → δείτε τη λέξη Εβδομήκοντα
Μεταφράσεις επεξεργασία
αριθμητικό
|
οι Εβδομήκοντα
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ εβδομήκοντα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας