Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η είρωνας οι είρωνες
      γενική του
του/της
είρωνα
είρωνος
των ειρώνων
    αιτιατική τον/την είρωνα τους/τις είρωνες
     κλητική είρωνα είρωνες
Ο πρώτος τύπος της γενικής ενικού, μόνο για το αρσενικό.
Ο δεύτερος τύπος, και για τα δύο γένη, είναι λόγιος.
Για την αστάθεια τύπων της γενικής ενικού του θηλυκού,
σε -ος, σε -α, δείτε τα σχόλια στο Παράρτημα: «επιστήμονας».
Κατηγορία όπως «επιστήμονας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

είρωνας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική εἴρων (αρσενικό ή θηλυκό) από την αιτιατική «τὸν εἴρωνα > -ωνας[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈi.ɾo.nas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εί‐ρω‐νας

  Ουσιαστικό επεξεργασία

είρωνας αρσενικό ή θηλυκό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία