Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δύσπνοια οι δύσπνοιες
      γενική της δύσπνοιας των δυσπνοιών
    αιτιατική τη δύσπνοια τις δύσπνοιες
     κλητική δύσπνοια δύσπνοιες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

δύσπνοια < δυσ- (εκφράζει δυσκολία) + πνοή

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δύσπνοια θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία