Δείτε επίσης: Δόση

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δόση οι δόσεις
      γενική της δόσης* των δόσεων
    αιτιατική τη δόση τις δόσεις
     κλητική δόση δόσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, δόσεως
Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

δόση < στη σημασίαδόσιμο, κληρονομημένο από την αρχαία ελληνική δόσις → δείτε τη λέξη δίδωμι
σε άλλες σημασίες: < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή δόις και σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική dose[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈðo.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δό‐ση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δόση θηλυκό

  1. (οικονομία) καθένα από τα τμήματα της τμηματικής απόδοσης ενός συνόλου (ποσού, οφειλής κ.λπ.)
  2. (κατ’ επέκταση) οτιδήποτε δίνεται ή γίνεται σταδιακά, σε μικρότερα τμήματα
  3. (ειδικότερα) η ορισμένη ποσότητα από κάποιο φάρμακο που πρέπει να λάβει ένας ασθενής
  4. (ειδικότερα) η ποσότητα της ναρκωτικής ουσίας που λαμβάνει κάποιος χρήστης ναρκωτικών
  5. (ειδικότερα) η ποσότητα ενός υλικού που πρόκειται να χρησιμοποιηθεί στη μαγειρική ή ζαχαροπλαστική

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

Σύνθετα με το δόση

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δόση θηλυκό