δυσμένεια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- δυσμένεια < αρχαία ελληνική δυσμένεια < δυσμενής
Ουσιαστικό επεξεργασία
δυσμένεια θηλυκό
- εχθρική ή γενικά αρνητική διάθεση
- έπεσε στη δυσμένεια των προϊσταμένων του
Εκφράσεις επεξεργασία
- δυσμένεια της τύχης: κακοριζικιά