Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

δυνατά < δυνατός

  Επίρρημα επεξεργασία

δυνατά

  1. με δύναμη
  2. (για ήχο) με ένταση
    φώναζε δυνατά για να τον ακούσουν

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

δυνατά