Δείτε επίσης: Δρύοψ

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
δρῠοπ-
ονομαστική δρύοψ οἱ δρύοπες
      γενική τοῦ δρύοπος τῶν δρυόπων
      δοτική τῷ δρύοπ τοῖς δρύοψ(ν)
    αιτιατική τὸν δρύοπ τοὺς δρύοπᾰς
     κλητική ! δρύοψ δρύοπες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  δρύοπε
γεν-δοτ τοῖν  δρυόποιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κώνωψ' όπως «κώνωψ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

δρύοψ < δρῦς + ὄψ (< ὁράω)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δρύοψ αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία