δρυοκολάπτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- δρυοκολάπτης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δρυοκολάπτης
Ουσιαστικό επεξεργασία
δρυοκολάπτης αρσενικό
- (πτηνό) πουλί της οικογένειας των Δρυοκολαπτιδών που ανοίγει οπές σε συνήθως γερασμένα δέντρα και αναζητεί τροφή ή φτιάχνει εκει τη φωλιά του
Συνώνυμα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
δρυοκολάπτης
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | δρυοκολάπτης | οἱ | δρυοκολάπται |
γενική | τοῦ | δρυοκολάπτου | τῶν | δρυοκολαπτῶν |
δοτική | τῷ | δρυοκολάπτῃ | τοῖς | δρυοκολάπταις |
αιτιατική | τὸν | δρυοκολάπτην | τοὺς | δρυοκολάπτᾱς |
κλητική ὦ! | δρυοκολάπτᾰ | δρυοκολάπται | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | δρυοκολάπτᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | δρυοκολάπταιν | ||
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. Γνωστός ο τονισμός του πληθυντικού δρυοκολάπται. | ||||
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'τοξότης' όπως «τοξότης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
δρυοκολάπτης αρσενικό (πληθυντικός: δρυοκολάπται [1]
Συνώνυμα επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- δρυοκολάπτης - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- δρυοκολάπτης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ↑ https://books.google.gr/books?id=p2oMAAAAYAAJ&pg=PA520 books.google] Αριστοτέλης