Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

δροσίζω < αρχαία ελληνική δροσίζω < δρόσος

  Ρήμα επεξεργασία

δροσίζω (παθητική φωνή: δροσίζομαι)

  1. κάνω κάτι δροσερό
  2. προσφέρω μια αίσθηση δροσιάς
  3. γίνομαι δροσερός
  4. (μεταφορικά) ικανοποιώ ή ανακουφίζω ψυχικά

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία