δρεπάνι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | δρεπάνι | τα | δρεπάνια |
γενική | του | δρεπανιού | των | δρεπανιών |
αιτιατική | το | δρεπάνι | τα | δρεπάνια |
κλητική | δρεπάνι | δρεπάνια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- δρεπάνι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική δρεπάνι(ν) < ελληνιστική κοινή δρεπάνιον < υποκοριστικό για την αρχαία ελληνική δρέπανον
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
δρεπάνι ουδέτερο
Άλλες μορφές επεξεργασία
- δρεπάνη (θηλυκό)
Σύνθετα επεξεργασία
- αδράπανος
- αδρεπάνιστος
- αδρέπανος
- αεροδράπανο
- δράπανο
- δρεπανηφόρος
- δρέπανο
- δρεπανοειδής
- δρεπανοκυτταρικός
- σφυροδρέπανο
Δείτε επίσης επεξεργασία
- δρεπάνι στη Βικιπαίδεια