Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δραματοποίηση οι δραματοποιήσεις
      γενική της δραματοποίησης* των δραματοποιήσεων
    αιτιατική τη δραματοποίηση τις δραματοποιήσεις
     κλητική δραματοποίηση δραματοποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, δραματοποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

δραματοποίηση < δραματοποιώ

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δραματοποίηση θηλυκό

  1. η διασκευή ενός κειμένου σε δραματικό έργο
  2. η υπερβολή στην παρουσίαση ενός γεγονότος κατά τρόπο ώστε να φαίνεται πιο δραματικό απ'ό,τι είναι στην πραγματικότητα

  Μεταφράσεις επεξεργασία