δοκιμαστικός σωλήνας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- δοκιμαστικός σωλήνας < → δείτε τη λέξη δοκιμαστικός και σωλήνας
Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία
δοκιμαστικός σωλήνας αρσενικό
- γυάλινος σωλήνας, κλειστός στο ένα άκρο του, που χρησιμοποιείται σε επιστημονικά εργαστήρια για την εκτέλεση πειραμάτων