Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

δοκιμάζω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική δοκιμάζω < δόκιμος < δέχομαι

  Ρήμα επεξεργασία

δοκιμάζω, πρτ.: δοκίμαζα, στ.μέλλ.: θα δοκιμάσω, αόρ.: δοκίμασα, παθ.φωνή: δοκιμάζομαι, μτχ.π.π.: δοκιμασμένος

  1. προσπαθώ να λύσω ένα πρόβλημα ή να ξεπεράσω μια δυσκολία αλλάζοντας προσέγγιση, κάνοντας κάτι διαφορετικό, αποπειρώμαι να αντιμετωπίσω κάτι
    Δοκίμασα να μπω στον ιστότοπο με άλλο φυλλομετρητή αλλά τα ίδια
    Δοκίμασα και άλλοτε να κόψω το τσιγάρο/να τον χωρίσω για να βρω την ησυχία μου κ.λπ.
    Δοκίμασαν τη θεραπεία σε μια ομάδα 35 ανθρώπων με ελαφρά έως βαριά συμπτώματα
  2. κάνω δοκιμές, εξετάζω αν κάτι ταιριάζει/αρέσει σε εμένα ή σε κάποιον άλλον
    Δοκίμασες ποτέ πίτσα με ανανά; Θα εκπλαγείς!
    Δοκίμασα πέντε ζευγάρια αλλά κανένα δε μου έκανε
  3. προσπαθώ να βρω τα όρια αντοχής, ταλαιπωρώ, βάζω τον άλλο σε δοκιμασία δυσάρεστη
    Αυτά τα άτακτα παιδιά δοκιμάζουν τα νεύρα μου/την υπομονή μου
  4. (στην προστακτική και υποτακτική) έκφραση πρόκλησης, υποτίμησης, η οποία προδικάζει ότι ο άλλος αν αποπειραθεί, προσπαθήσει να κάνει κάτι, δε θα τα καταφέρει
    Για δοκίμασε!
    Ας δοκιμάσει, και θα δει
  5. αισθάνομαι, βιώνω, γεύομαι
    Δοκίμασα μεγάλη απογοήτευση, χαρά, λαχτάρα, έκπληξη
  6. (παθητικό) δοκιμάζομαι: περνώ μεγάλη δοκιμασία, δυσκολία, στενοχώρια, αλλά και κρίνομαι, ελέγχομαι
    Δοκιμάστηκε σκληρά όταν πήγε μετανάστης/έχασε τη γυναίκα του/έμεινε άνεργος
    Δοκιμασμένη γυναίκα (ταλαιπωρημένη, πέρασε μεγάλες δοκιμασίες
    Δοκιμασμένος πολιτικός/γιατρός/δικηγόρος (έχει δοκιμαστεί στην πράξη και έχει κριθεί πολύ καλός, έμπειρος σε αντιδιαστολή προς το πρωτάρης, αδόκιμος, αγνώστων ικανοτήτων)

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία




Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

ζητούμενο λήμμα

  Πηγές επεξεργασία